Τα τελευταία χρόνια, μέσα από τη δουλειά μου με ενήλικες αθλητές/ αθλούμενους που κάποτε υπήρξαν αθλητές στην εφηβεία, παρατηρώ ένα μοτίβο που επανέρχεται με σταθερότητα και προβληματισμό:
Πολλοί από αυτούς σταμάτησαν τον αθλητισμό όχι επειδή τους έλειπαν ταλέντο ή θέληση, αλλά εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο συμπεριφερόταν ο προπονητής τους: με αυταρχισμό, απαξίωση ή τιμωρητικές πρακτικές που έπνιγαν τη χαρά και τη σύνδεση με το ίδιο το άθλημα.
Αυτό που πονά περισσότερο δεν είναι η εμπειρία αυτή καθαυτή, αλλά το γεγονός ότι οι περισσότεροι δεν τη συνέδεσαν ποτέ με τον αληθινό της λόγο. Αντίθετα, εσωτερίκευσαν την ευθύνη, λέγοντας στον εαυτό τους πως «δεν άντεχαν», «δεν ήταν αρκετά σκληροί» ή «ήταν υπερβολικοί». Έτσι γεννήθηκε μια εσωτερική ενοχή που τους απομάκρυνε όχι μόνο από το άθλημα, αλλά και από μια πλευρά του εαυτού τους: την αθλητική τους ταυτότητα.
Το παρόν άρθρο δεν βασίζεται σε στατιστική ανάλυση, αλλά σε βιωματική και κλινική παρατήρηση, ενισχυμένη από ψυχοδυναμικές και αναπτυξιακές προσεγγίσεις. Στόχος δεν είναι να κατηγορηθούν οι προπονητές, αλλά να φωτιστούν τα σημεία εκείνα όπου ο τρόπος που προσεγγίζουμε τα παιδιά και τους εφήβους ως προπονητές, μπορεί να καθορίσει το αν θα μείνουν στον αθλητισμό ή θα τον εγκαταλείψουν νιώθοντας «ανεπαρκείς», με ό,τι αντίκτυπο έχει αυτό και στους υπόλοιπους τομείς της ζωής τους.
Η σχέση του εφήβου με τον προπονητή του δομείται πάνω σε έναν άξονα εξουσίας, ανάγκης για αποδοχή και της εσωτερικευμένης εικόνας της αυθεντίας (Kohut, 1971). Ο προπονητής συχνά προσλαμβάνεται ως γονεϊκή φιγούρα: κάποιος που φροντίζει, καθοδηγεί, αξιολογεί. Αυτή η θέση τον καθιστά εξαιρετικά επιδραστικό, με τρόπο που ξεπερνά την τεχνική καθοδήγηση.
Όταν όμως η αυθεντία εκφράζεται μέσα από αυταρχισμό, αποστασιοποίηση ή ψυχολογικές τιμωρίες (σιωπή, υποτίμηση, έκφραση δυσφορίας), ο έφηβος δεν διαθέτει ακόμη τα εσωτερικά εργαλεία για να αμφισβητήσει ή να επεξεργαστεί τη συμπεριφορά αυτή. Αντιθέτως, ενεργοποιείται η μαγική σκέψη (Piaget, 1929), και το παιδί θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο: «Τι έκανα λάθος;».
Αυτός ο μηχανισμός – η λανθασμένη απονομή ευθύνης – γίνεται συχνά ο πυρήνας μιας βαθιάς, ασυνείδητης ενοχής.
Η αυταρχική στάση του προπονητή δεν είναι πάντα προϊόν συνειδητής επιθετικότητας. Πολύ συχνά, πρόκειται για αναπαραγωγή ενός εσωτερικευμένου μοντέλου εξουσίας που εκείνος έχει ζήσει στο δικό του παρελθόν — είτε ως αθλητής, είτε ως παιδί.
Ο φόβος της αδυναμίας, η πεποίθηση πως «τα αποτελέσματα μετράνε», ή ακόμη και η δυσκολία διαχείρισης της εγγύτητας με τους εφήβους, οδηγούν σε ένα στυλ καθοδήγησης που βασίζεται περισσότερο στον έλεγχο και την επιβολή παρά στη σύνδεση και την ενδυνάμωση.
Πίσω από την αυστηρότητα κρύβεται συχνά ο φόβος απώλειας κύρους ή η ανασφάλεια για την αποτελεσματικότητα. Σε ένα σύστημα που αξιολογεί κυρίως την επίδοση και όχι τη συναισθηματική νοημοσύνη, η αυστηρότητα γίνεται ασπίδα και σταδιακά, ταυτότητα.
Το παιδί ή ο έφηβος, από την πλευρά του, απορροφά αυτή την ατμόσφαιρα. Δεν μαθαίνει να ερμηνεύει τα συναισθήματά του, αλλά να τα «αντέχει». Δεν του δίνεται χώρος να πει «φοβάμαι», «δυσκολεύομαι», «θέλω άλλη προσέγγιση».
Αντίθετα, η έκφραση συναισθηματικών αναγκών αντιμετωπίζεται ως ένδειξη αδυναμίας ή «κακομαθημένου χαρακτήρα». Έτσι, το παιδί, προκειμένου να ανήκει και να αποφεύγει την απόρριψη, προσαρμόζεται. Σιωπά. Σκληραίνει. Και κάποιες φορές, χάνεται μέσα σε μια εικόνα "δυνατού", που όμως δεν είναι ο εαυτός του.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι αθλητές δεν εγκαταλείπουν. Επιλέγουν να «αντέξουν». Και τότε ενεργοποιείται ένας διαφορετικός μηχανισμός άμυνας: η ταύτιση με τον επιτιθέμενο (Ferenczi, 1933 – Anna Freud, 1936).
Το άτομο, για να επιβιώσει ψυχικά, υιοθετεί τα χαρακτηριστικά του αυταρχικού προπονητή: σκληραίνει, γίνεται λιγότερο εκφραστικό, πιο απαιτητικό, πιο αυστηρό με τον εαυτό του και αργότερα με τους άλλους.
Όταν αυτά τα άτομα αναλάβουν προπονητικούς ή ηγετικούς ρόλους, είναι πιθανό να αναπαράγουν το ίδιο αυταρχικό πρότυπο. Όχι από κακία ή ανεπάρκεια, αλλά επειδή αυτό είναι το μοναδικό μοντέλο καθοδήγησης που έχουν βιώσει. Έτσι, το αυταρχικό στυλ, ντυμένο με τον μανδύα της "πειθαρχίας" ή της "προετοιμασίας για τη σκληρότητα της ζωής", μεταδίδεται ασυνείδητα από γενιά σε γενιά.
Η αποχώρηση από τον αθλητισμό λόγω αυταρχικής καθοδήγησης δεν είναι μια απλή αλλαγή δραστηριότητας. Για πολλούς, σηματοδοτεί την απώλεια ενός χώρου που κάποτε αγαπούσαν. Αλλά πέρα από την απώλεια, εγκαθίσταται ένα σιωπηλό τραύμα: μια αίσθηση εσωτερικής ανεπάρκειας, συνοδευόμενη από ενοχή και μείωση της αυτοεκτίμησης.
Το άτομο δεν βλέπει τον εαυτό του ως θύμα ανθυγιεινής καθοδήγησης, αλλά ως «αδύναμο» ή «υπερευαίσθητο». Αυτή η στρέβλωση οδηγεί σε παραίτηση από επιθυμίες, δυσκολία στη δέσμευση και φόβο μπροστά σε σχέσεις που προϋποθέτουν καθοδήγηση ή συναισθηματικό ρίσκο.
Η προπονητική σχέση, τελικά, δεν είναι ουδέτερη. Είναι ένα ψυχοδυναμικό πεδίο, όπου αναπαράγονται ή θεραπεύονται παλιές πληγές. Όσο πιο συνειδητοί γινόμαστε για τις δυναμικές αυτές, τόσο περισσότερο μπορούμε να προστατεύσουμε τις νέες γενιές αθλητών από έναν αόρατο τραυματισμό, που αφήνει αποτύπωμα όχι στο σώμα, αλλά στην ψυχή.
Ο αθλητισμός μπορεί και οφείλει να είναι χώρος ενδυνάμωσης, όχι βίας. Αν θέλουμε να καλλιεργούμε αθλητές που εξελίσσονται και ψυχικά, χρειαζόμαστε προπονητές που συνδυάζουν την τεχνική κατάρτιση με συναισθηματική νοημοσύνη και ενσυναίσθηση.
Η εκπαίδευση των προπονητών πάνω σε βασικές αρχές ψυχοεκπαίδευσης δεν είναι πολυτέλεια, είναι θεμέλιο, όπως και η δημιουργία πλαισίων εποπτείας, ανταλλαγής εμπειριών και διαλόγου για τις σχέσεις εξουσίας και καθοδήγησης.
Γιατί στο τέλος της ημέρας, ο προπονητής δεν διαμορφώνει μόνο κορμιά ή επιδόσεις. Διαμορφώνει συνδέσεις, εικόνες εαυτού και — ενίοτε — ελπίδα.
Γιώργος Λουφέκης
BSc Αθλητικές Επιστήμες
cMSc Βελτιστοποίηση αθλητικής απόδοσης
cMSc Συνθετική Συμβουλευτική & Ψυχοθεραπεία
Freud, A. (1936). The Ego and the Mechanisms of Defence.
Ferenczi, S. (1933). Confusion of Tongues Between the Adults and the Child.
Piaget, J. (1929). The Child's Conception of the World.
Kohut, H. (1971). The Analysis of the Self.
Fonagy, P., Target, M. (2003). Psychoanalytic Theories: Perspectives from Developmental Psychopathology.